- ευάνιος
- εὐάνιος, -ον (Α)1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ-άνιος].
Dictionary of Greek. 2013.